ψυχοβγάλτης

ψυχοβγάλτης
ο, θηλ. ψυχοβγάλτρα, Ν
1. (το αρσ.) ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος ονομάστηκε έτσι, γιατί, σύμφωνα με τις δοξασίες, παρίσταται κατά τη στιγμή τής εκπνοής τού ετοιμοθανάτου
2. μτφ. αυτός που ταλαιπωρεί, που βασανίζει επίμονα κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -βγάλτης (< βγάζω), πρβλ. αντερο-βγάλτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοβγάλτης — ο αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”