- ψυχοβγάλτης
- ο, θηλ. ψυχοβγάλτρα, Ν1. (το αρσ.) ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος ονομάστηκε έτσι, γιατί, σύμφωνα με τις δοξασίες, παρίσταται κατά τη στιγμή τής εκπνοής τού ετοιμοθανάτου2. μτφ. αυτός που ταλαιπωρεί, που βασανίζει επίμονα κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -βγάλτης (< βγάζω), πρβλ. αντερο-βγάλτης].
Dictionary of Greek. 2013.